- υπερσάρκωση
- η / ὑπερσάρκωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [ὑπερσαρκῶ (II)]σχηματισμός υπερσαρκώματος, έκφυση υπέρογκων σαρκωμάτων σε επουλωμένο τραύμααρχ.μτφ. υπερηφάνεια, αλαζονεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερσαρκώσῃ — ὑπερσαρκώσηι , ὑπερσάρκωσις overgrowth of flesh fem dat sg (epic) ὑπερσαρκόω aor subj mid 2nd sg ὑπερσαρκόω aor subj act 3rd sg ὑπερσαρκόω fut ind mid 2nd sg ὑ̱περσαρκώσῃ , ὑπερσαρκόω futperf ind mp 2nd sg ὑ̱περσαρκώσῃ , ὑπερσαρκόω futperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρχρωμα — το, Ν υπερσάρκωση τού κανθού τού ματιού … Dictionary of Greek
υπερπώρωσις — ώσεως, ἡ, Α ιατρ. υπερσάρκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πώρωσις «συγκόλληση κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου» (< πωρῶ / ώνω)] … Dictionary of Greek